Δύσκολη η ζωή, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Έκανε μαθήματα στα παιδιά εκεί και τα βοηθούσε να μάθουν γράμματα, η αρρώστια δεν πρέπει να σας ρίχνει, πρέπει να αγαπάτε την ζωή και να σκέφτεστε το αύριο ότι είναι καλύτερο. Έχτισε καινούργια όνειρα στο μικρό ασπρισμένο σπιτάκι, που δυστυχώς μια μέρα πριν εγκατασταθεί … είχε φύγει από την ζωή ο προηγούμενος κάτοικος του !!
Έκανε μια αυλή γεμάτη λουλούδια τα οποία άνθιζαν κάθε άνοιξη και τους θύμιζε ότι άλλο ένα καλοκαίρι θα τους βρει εκεί ζωντανούς να παλεύουν με την αρρώστια τους! Η Σπιναλόγκα όπως έλεγε ήταν ένας παράδεισος. Πρόσφερε ελευθερία που δεν την είχαν φανταστεί, με τον καθαρό αέρα και το κελάηδα των πουλιών και ένα δρόμο ιδανικό για βόλτα , ήταν το μέρος όπου θα μπορούσαν να ανακαλύψουν και πάλι την χαμένη ανθρώπινη αξιοπρέπεια τους. Ο γιατρός Λαπάκης έκανε συχνές επισκέψεις στο νησί καθώς έπρεπε να ελέγχει τους ασθενείς για να προχωρούν τις θεραπείες τους. Πάντα έψαχνε σε συνεργασία με άλλους και το φάρμακο που θα γιάτρευε όλους αυτούς και αυτούς που είχαν πάρει την σειρά τους για εκεί!
Τα χρόνια περνούσαν και το νησί γινόταν ολοένα και καλύτερο, πολλά μαγαζιά ένα καφενείο για να περνούν τις ώρες τους οι άνδρες η αγορά για να ψωνίζουν οι γυναίκες και να μαγειρεύουν. Η ζωή προχωρούσε και κυλούσε για όλους αυτούς αργά αλλά πάντα με αισιοδοξία που πολλοί δεν την είχαν αλλά πάντα κατάφερναν να την αποκτούν. Η κατοχή, έφερε ανατροπές στην Κρήτη αλλά στο νησί τα πράγματα δεν ήταν τόσο χάλια. Είχαν κανονικά τις προμήθειες τους και δεν τους έλειπε τίποτα. Ήταν δύσκολα όταν όλοι οι άλλοι υπέφεραν και όταν η πραγματικότητα του πολέμου είχε αγγίξει το κατώφλι τους!
Η τραγική κατάληξη της Ελένης
Στην Σπιναλόγκα άναβαν κάθε μέρα κεριά για εκείνους που υπέφεραν αλλά και για εκείνους που έφευγαν από την ζωή !Ευχόντουσαν να τελειώσει για τους απέναντι κατοίκους να τελειώνει η Γερμανική βαρβαρότητα και να πάρει ένα τέλος η γερμανική κατοχή. Ο γιατρός Λαπάκης άρχισε να χάνει τις ελπίδες του για την ιατρική και περίμενε ένα θαύμα από την θεία παρέμβαση. Ο Γιώργης συνέχιζε τα ταξίδια του στο νησί, με φουρτούνες με βροχή με κρύο και περίμενε κάθε φορά να δει την λεπτή σιλουέτα της γυναίκας του από μακριά και να πάρει δύναμη. Έφτασε και η μέρα που ενώ τα κύματα οργίαζαν πάνω στο καΐκι του εκείνος δεν την έβλεπε ούτε καν από μακριά. Η φιγούρα της Ελένης δεν ήταν εκείνη που κατέβαινε την σκάλα, ποια ήταν αυτή, που ερχόταν κοντά του, τι νέα έμελλε να ακούσει. Τι συνέβαινε στη γυναίκα του; Ήταν η πρώτη φορά που δεν ήταν εκεί για να τον υποδεχτεί. Η Ελπίδα, η φίλη της γυναίκας του, του είπε ότι είναι λίγο άρρωστη με τον λαιμό της και για αυτό δεν ήρθε. Θα βελτιωθεί, ρωτάει ο Γιώργης με ένα βλέμμα χαμένο; Ναι του απαντάει η Ελπίδα, αλλά και εκείνη δεν ήταν σε θέση να του απαντήσει κάτι άλλο. Τα κορίτσια του τον περίμεναν όχι και τόσο γρήγορα, ανησύχησαν και ρώτησαν αν η μητέρα τους ήταν καλά. Δεν απάντησε ποτέ… έφυγε να φτιάξει τα δίχτυα του …Τους επόμενους τέσσερις μήνες έμεινε στο νοσοκομείο πολύ άρρωστη και ο Γιώργης περίμενε να διακρίνει μια μάτια της λίγο πριν φτάσει στο νησί … αλλά μάταια. Ο γιατρός δεν του μιλούσε ανοιχτά αλλά ήξερε ότι η κατάσταση της Ελένης ήταν χωρίς επιστροφή! Οι πληγές στα πόδια στην πλάτη στα χέρια στο πρόσωπο είχαν πλέον πολλαπλασιαστεί και εκείνη κειτόταν, βασανισμένη από τους πόνους, χωρίς να βρίσκει ανακούφιση σε όποια πλευρά και αν γύριζε. Το κορμί της ήταν μια μάζα από έλκη, τα οποία ο γιατρός έκανε ότι μπορούσε για να τα περιποιηθεί έτσι ώστε να έμεναν καθαρά και απολυμασμένα. Σιγά σιγά η Ελένη περνούσε στο τελευταίο στάδιο. Ούτε νερό δεν μπορούσε να καταπιεί. Ένα πρωινό την βρίσκει να αναπνέει με δυσκολία… ανίκανη να απαντήσει σε καμία από τις ερωτήσεις του, επιβεβαίωσε τον φόβο του. Είχε έρθει το τέλος!! Η ανάσα της όσο περνούσε η ώρα γίνονταν μικρά αγκομαχητά, τα μάτια της ορθάνοιχτα πλημμυρισμένα από δάκρυα και γεμάτα φόβο! Καθόταν δίπλα της και της κρατούσε το χέρι και μαζί της προσπαθούσε να κάνει το ταξίδι της, στα αφρισμένα κύματα της θάλασσας, λίγο καλύτερο. Η τελευταία πνοή της ήταν ένας μάταιος αγώνας για μια ανάσα… που δεν ήρθε ποτέ !!!
Το μόνο που μπορούσε να πει ένας γιατρός σε μια χαροκαμένη οικογένεια ήταν ότι η αγαπημένη τους έφυγε γαλήνια. Ήταν ένα ψέμα που όμως ο γιατρός θα το έκανε για άλλη μια φορά στην ζωή του πρόθυμα. Μόλις τον είδε ο Γιώργης από την προκυμαία το κατάλαβε. Πέθανε; Τον ρώτησε με δάκρυα χωρίς τελειωμό στα μάτια και αναφιλητά. Τίποτα δεν τον είχε προετοιμάσει για αυτό. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί το τέλος… δεν υπήρχε τέλος για την γυναίκα του. Κι όμως, η ζωή δεν τα φέρνει πάντα όπως εμείς τα θέλουμε, κάποια πράγματα ..είναι απλώς μοιραία. Στην Πλάκα τίμησαν την μνήμη της στην εκκλησία με μια λαμπάδα που έκαιγε ολόκληρο το βράδυ …τόσο κοντά στην θάλασσα που ακόμα και αυτή άφριζε με τα κύματα της, από τον πόνο που με τόση αδικία χάραξε πάνω της. Γιατί και αυτή πενθούσε με τον δικό της τρόπο τον χαμό της πιο όμορφης καλοσυνάτης και αξιοπρεπής κυρίας, της πι καλής δασκάλας που πέρασε από το … νησί!!!
Πηγή: Περιοδικό Χάι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου